συννεφώδης

συννεφώδης
ης, ωδές см. συννεφιασμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συννεφώδης" в других словарях:

  • συννεφώδης — ες, Ν νεφελώδης, σκεπασμένος με σύννεφα, γεμάτος σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Καιροί) …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κατσουφιάζω — 1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός 2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατσούφος (< κατηφής) + ιάζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»